πιτυρούχος, -ο, -ο — αυτός που περιέχει πίτυρα: Πιτυρούχο ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιτυρώδης — ῶδες, Α [πίτυρον] 1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής 2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος 3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
κιβάριος — κιβάριος, ὁ (Α) [κιβάριον] (ενν. άρτος) πιτυρούχος άρτος … Dictionary of Greek
κιβαρίτης — κιβαρίτης, ὁ (Μ) πιτυρούχος άρτος, ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβάριον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, οριγαν ίτης)] … Dictionary of Greek
πιτυρούς — οῡντος, ὁ, Μ πιτυρούχος άρτος, πιτυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. οῦς (< όεις*), πρβλ. πλακ ούς] … Dictionary of Greek