πιτυρούχος

πιτυρούχος
-α, -ο, Ν
1. αυτός που περιέχει πίτυρα («πιτυρούχο αλεύρι»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πιτυρούχος
ο πιτυρίτης άρτος, το πιτυρούχο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιτυρούχος, -ο, -ο — αυτός που περιέχει πίτυρα: Πιτυρούχο ψωμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιτυρώδης — ῶδες, Α [πίτυρον] 1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής 2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος 3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῑσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)… …   Dictionary of Greek

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • κιβάριος — κιβάριος, ὁ (Α) [κιβάριον] (ενν. άρτος) πιτυρούχος άρτος …   Dictionary of Greek

  • κιβαρίτης — κιβαρίτης, ὁ (Μ) πιτυρούχος άρτος, ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβάριον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, οριγαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • πιτυρούς — οῡντος, ὁ, Μ πιτυρούχος άρτος, πιτυρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. οῦς (< όεις*), πρβλ. πλακ ούς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”